- Λιέγη
- (γαλλ. Liège, φλαμανδ. Luik). Πόλη (185.639 κάτ. το 2000) του Βελγίου, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (3.862 τ. χλμ., 997.364 κάτ.). Βρίσκεται στα βόρεια κράσπεδα του ορεινού όγκου των Αρδενών, στη συμβολή των ποταμών Ουρτ και Μόσα και στο ανατολικό άκρο της Διώρυγας Αλβέρτου που τη συνδέει με την Αμβέρσα.
Παρά τη βιομηχανική της ανάπτυξη, διατηρεί στις πολεοδομικές μορφές του ιστορικού κέντρου τα τυπικά αριστοκρατικά χαρακτηριστικά της καλλιτεχνικής πόλης, με θαυμάσια αρχιτεκτονικά δείγματα. Η πόλη έχει πολυάριθμα (θρησκευτικά και μη) οικοδομήματα μεγάλου ενδιαφέροντος, κυρίως στην αριστερή όχθη του Μόσα, όπου δεσπόζει ένα αμφιθέατρο λοφωδών αναγλύφων. Ανάμεσα σε αυτά είναι το ανάκτορο των ηγεμόνων-επισκόπων (που ανοικοδομήθηκε τον 10o αι., αλλά ξαναχτίστηκε τον 16o αι.), ο γοτθικός καθεδρικός ναός του Αγίου Παύλου (13ος-15ος αι.) και ο ρομανικού ρυθμού ναός του Αγίου Διονυσίου (10ος-11ος αι.). Η Λ. αποτελεί το σημαντικότερο πνευματικό κέντρο του γαλλόφωνου Βελγίου, έδρα πανεπιστημίου από το 1817 και πολυάριθμων ιδρυμάτων, όπως του Μουσείου Γυαλιού (από τα πλουσιότερα του κόσμου), του Μουσείου Όπλων και των μουσείων που σχετίζονται με τη ζωή και την τέχνη των Βαλόνων (γαλλόφωνοι Βέλγοι).
Η επαρχία της Λ. είναι ορεινή στο ανατολικό τμήμα και ελαφρώς κυματοειδής στο κέντρο. Στα Δ διαρρέεται από τον Μόσα με κατεύθυνση ΝΔ-ΒΑ, καθώς και από μερικούς παραποτάμους του. Κυριότερες πλουτοπαραγωγικές πηγές είναι η γεωργία, η κτηνοτροφία, η εξόρυξη ανθράκων και η βιομηχανία (μεταλλομηχανουργία, χημικά προϊόντα, υφαντουργία και τρόφιμα). Οι μεγαλύτερες πόλεις, εκτός από την πρωτεύουσα, είναι η Βερβιέ στον ποταμό Βεντρ, έδρα διαφόρων βιομηχανιών (μάλλινων υφασμάτων, βυρσοδεψίας και ειδών υπόδησης), η Χίι (στα φλαμανδικά Χοέι), κέντρο βυρσοδεψίας και μεταλλουργίας επί του Μόσα, η Σπα, λουτρόπολη με μεγάλη κίνηση, η Μαλμεντί και η Επέν. Η πλειονότητα του πληθυσμού μιλά τη γαλλική γλώσσα.
Ιστορία. Η Λ. ιδρύθηκε τον 7o αι. μ.Χ. και ήταν για μεγάλο διάστημα ένα μικρό χωριό γεωργών, αν και το 710 ο άγιος Ουμβέρτος είχε μεταφέρει εκεί την έδρα της επισκοπής της Τονγκρ. Με την πάροδο του χρόνου, η Λ. απέκτησε κυρίως θρησκευτικό χαρακτήρα και διατηρήθηκε στην πραγματικότητα αυτόνομη υπό τη διακυβέρνηση ηγεμόνων-επισκόπων έως το 1792. Η μεγάλη οικονομική ανάπτυξή της χρονολογείται από τον 16o αι., όταν άρχισε η εκμετάλλευση των γειτονικών ανθρακοφόρων κοιτασμάτων, που είναι από τα πλουσιότερα της Ευρώπης. Η Λ. μεταμορφώθηκε σε σύντομο διάστημα σε σημαντικό βιομηχανικό κέντρο, που έμεινε περίφημο κυρίως για την παραγωγή πυροβόλων όπλων. Στην πατροπαράδοτη αυτή βιομηχανία προστέθηκαν σύντομα και άλλες, ιδίως στους τομείς της μεταλλουργίας, της μηχανουργίας, των τροφίμων, του χαρτιού και του ελαστικού. Συγχρόνως η Λ. αναπτυσσόταν ως εμπορικό κέντρο, χάρη στο ότι είχε αναδειχθεί σε σημαντικό οδικό και σιδηροδρομικό κόμβο. Ακόμα περισσότερο ευνοήθηκε χάρη στο εσωτερικό της λιμάνι (ένα από τα μεγαλύτερα ποτάμια κέντρα της Ευρώπης) που εγκαινιάστηκε το 1939, όταν αποπερατώθηκε η Διώρυγα Αλβέρτου (βλ. λ.), η οποία συνέδεσε τον Μόσα στη Λ. με τον Σκάλδη στην Αμβέρσα.
Αεροφωτογραφία της Λιέγης.
Εργοστάσιο ζυθοποιίας στη Λιέγη (φωτ. ΑΠΕ).
Dictionary of Greek. 2013.